Πόσο τουρισμό αντέχει η Αθήνα; Στο κόκκινο ύδρευση, ρεύμα, νοσοκομεία

Κοινοποίηση

Το ερώτημα που τίθεται αντικειμενικά και επιτακτικά είναι απλό: Πόσους τουρίστες μπορούν να αντέξουν η Αθήνα, οι υποδομές της και οι πολίτες της;
Αθήνα. Η πόλη που επισκέπτονται εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο, θέλοντας να ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο και να περιηγηθούν την ιστορία χιλιάδων ετών. Που ζει και αναπνέει μέσα από τους αρχαιολογικούς της χώρους, τα θέατρα, τα μουσεία, τα φεστιβάλ και τους ήχους του δρόμου.

Ενας παλμός ζωντανός, που συνδυάζει αρχαίο μεγαλείο και σύγχρονη ενέργεια.

Ομως, αυτή η μαγεία που καθηλώνει τους ταξιδιώτες, αυτή η πόλη-μουσείο και ταυτόχρονα ζωντανός οργανισμός, αρχίζει να λυγίζει κάτω από το βάρος της ίδιας της δημοτικότητάς της. Τα τελευταία χρόνια η Αθήνα δεν απολαμβάνει απλώς την αναγνώριση – την πληρώνει κιόλας. Το φαινόμενο του υπερτουρισμού είναι, άλλωστε, γεγονός. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν πρόσφατα, ενώ πριν από μία δεκαετία ο αριθμός των ξένων επισκεπτών που υποδέχθηκε η πρωτεύουσα δεν ξεπερνούσε τα 2,5 εκατομμύρια, πέρυσι έφτασε στα 7,9, ενώ φέτος αναμένεται να υπερβεί τα 8 – με την ανοδική τάση να συνεχίζεται.

Το ερώτημα που τίθεται αντικειμενικά και επιτακτικά είναι απλό: Πόσους τουρίστες μπορούν να αντέξουν η Αθήνα, οι υποδομές της και οι πολίτες της;
Είναι γνωστό ότι η ραγδαία ζήτηση για τουριστική στέγαση έχει εκτινάξει τα ενοίκια, κυρίως λόγω της εξάπλωσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb. Κατοικίες που άλλοτε φιλοξενούσαν μόνιμους κατοίκους μετατρέπονται πλέον σε τουριστικά διαμερίσματα, εκτοπίζοντας οικογένειες, φοιτητές και εργαζόμενους. Γειτονιές όπως το Μοναστηράκι, η Πλάκα, το Κουκάκι αλλάζουν χαρακτήρα, καθώς η αυθεντικότητα δίνει τη θέση της στην τουριστική εμπορευματοποίηση. Ενδεικτικά, οι καταχωρίσεις βραχυχρόνιας μίσθωσης αυξήθηκαν κατά 29% την πενταετία 2019-24, με πάνω από τους μισούς ιδιοκτήτες να είναι επαγγελματίες.

Η κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει τις επιπτώσεις του υπερτουρισμού και έχει ανακοινώσει μέτρα για την αντιμετώπισή του. Παρ’ όλα αυτά, σε μια αγορά όπου οι αποδόσεις από την τουριστική εκμετάλλευση είναι πολλαπλάσιες, είναι αμφίβολο αν τα παραπάνω επαρκούν για να φέρουν πραγματική αλλαγή σε ένα πρόβλημα που έχει αρχίσει να γίνεται ασφυκτικό.

Ανεπαρκή μέσα μεταφοράς
Μπορεί η γοητεία των αρχαιολογικών χώρων και της πολιτιστικής ατμόσφαιρας της Αθήνας να είναι δεδομένη, το αστικό και συγκοινωνιακό περιβάλλον της όμως αφήνει αρνητικές εντυπώσεις στους επισκέπτες. Οι τουρίστες συναντούν ένα αποδιοργανωμένο οδικό δίκτυο, με ελλιπείς υποδομές για πεζούς και ποδηλάτες, ανεπαρκή σήμανση και συνεχές κυκλοφοριακό χάος που υπερβαίνει και τα περιβαλλοντικά όρια.

Οπως σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο πολιτικός μηχανικός και συγκοινωνιολόγος Σταύρος Κωνσταντινίδης, «οι τουρίστες για να μετακινηθούν χρησιμοποιούν το μετρό, στη μικρή κάλυψη βέβαια που προσφέρει, και μάλλον αποθαρρύνονται από τις λεωφορειακές γραμμές». Επίσης, όπως ο ίδιος μας λέει, «η πεζή περιήγηση στο ιστορικό κέντρο είναι δύσκολη λόγω στενών πεζοδρομίων και παράνομων σταθμεύσεων. Τα τουριστικά λεωφορεία προσπαθούν να καλύψουν το κενό των δημόσιων μεταφορών, αλλά τελικά επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την κυκλοφορία».

Γεμίζουν και τα Επείγοντα
Κατά την «υψηλή» τουριστική περίοδο, μεγάλη πίεση δέχονται και τα νοσοκομεία της Αθήνας, τόσο για επείγοντα περιστατικά όσο και για πρωτοβάθμια φροντίδα. Η μεγάλη συγκέντρωση τουριστών στο κέντρο της πόλης οδηγεί συχνά σε υπερφόρτωση των εφημερευόντων νοσοκομείων, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις και επιπλέον επιβάρυνση στο ήδη προβληματικό σύστημα Υγείας, στο πλαίσιο του οποίου τα νοσοκομεία της πρωτεύουσας λειτουργούν διαθέτοντας (θεωρητικά) 6.250 κλίνες.

Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Γαλανόπουλος, μέλος της εκτελεστικής γραμματείας της ΟΕΝΓΕ, «η πληρότητα στα μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής πολλές φορές ξεπερνά το 100%». Το δημόσιο σύστημα Υγείας υπολειτουργεί ακόμη και όταν καλείται να εξυπηρετήσει τον μόνιμο πληθυσμό της πρωτεύουσας και καταλαβαίνει κανείς ότι φτάνει στα «κόκκινα» κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου.

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι στα δημόσια νοσοκομεία της Αθήνας δεν υπάρχει οργανωμένος μηχανισμός για την εξυπηρέτηση των ξένων επισκεπτών. Πολλοί τουρίστες απευθύνονται στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, αλλά η έλλειψη διερμηνέων ή εξειδικευμένου προσωπικού που να μιλά ξένες γλώσσες καθιστά δύσκολη τη σωστή διάγνωση και φροντίδα. Οπως λένε γιατροί από το πεδίο, η λύση έρχεται συχνά «από τύχη» – για παράδειγμα, όπως ανέφερε ο Γαλανόπουλος, «αν υπάρχει κάποιος συνάδελφος που έχει σπουδάσει στο εξωτερικό, όπως στη Ρουμανία ή στην Ιταλία, και μπορεί να κατανοήσει τη γλώσσα ή την προφορά του ασθενούς». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια προσπάθεια αυτοσχεδιασμού.

Οταν ύδρευση και ηλεκτροδότηση φτάνουν στο «κόκκινο»
Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του ΔΣ της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, Γιώργος Στεργίου, «η σημαντική αύξηση των επισκεπτών της Αττικής σε μία μακρά περίοδο μειωμένων εισροών στους ταμιευτήρες νερού και παρατεταμένων καυσώνων δοκιμάζει τις αντοχές του συστήματος υδροδότησης».

Προειδοποιεί δε ότι παρά τα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη, ενδεχομένως να απαιτηθεί η λήψη δραστικών μέτρων, που θα αφορούν και στον τουρισμό.

«Εάν οι υφιστάμενες κλιματολογικές συνθήκες συνεχιστούν, δεν αρκεί μόνο η ευαισθητοποίηση των πολιτών της Αττικής για την ανάσχεση της αυξημένης κατανάλωσης.

Με τη συνδρομή όλων των εμπλεκομένων στον τουρισμό θα πρέπει να εφαρμοστεί πλάνο δράσης για τον περιορισμό της ζήτησης νερού που σχετίζεται και με τους επισκέπτες της».

Υπενθυμίζεται πως στις αρχές Απριλίου, τα αποθέματα στους ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ (Μόρνος, Εύηνος, Υλίκη, Μαραθώνας) ανέρχονταν σε 651,4 εκατ. κυβικά μέτρα – σχεδόν 30% κάτω από το 2024, κάτι που οφείλεται σε παρατεταμένη ανομβρία και αυξημένη θερινή κατανάλωση, ιδιαίτερα λόγω τουρισμού. Αντίστοιχη πίεση καταγράφεται και στο ηλεκτρικό δίκτυο.

Η εκτεταμένη χρήση κλιματιστικών σε καταλύματα και επιχειρήσεις επιβαρύνει τα φορτία. Οι ειδικοί δεν αποκλείουν, μάλιστα, μπλακάουτ σε συνθήκες παρατεταμένου ή ακραίου καύσωνα, ειδικά αν προκύψουν τεχνικές βλάβες ή πυρκαγιές που μπορεί να προκαλέσουν φθορές στο δίκτυο.

Χάρης Δούκας: «Να υιοθετήσουμε πολιτικές για να μη γίνουμε Βαρκελώνη»
Η Αθήνα καλείται να βρει τη χρυσή τομή: να συνεχίσει να αποτελεί ελκυστικό προορισμό, χωρίς όμως να χάνει την ταυτότητά της. Οπως σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο δήμαρχος Χάρης Δούκας, «η Αθήνα έχει ένα δυνατό και ασυναγώνιστο brand name» και πλέον αποτελεί «συνειδητή επιλογή και όχι μία ενδιάμεση στάση για τα ελληνικά νησιά».

Αν και ο δήμαρχος δεν θεωρεί ότι η πόλη αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή γενικευμένο πρόβλημα υπερτουρισμού, παραδέχεται πως «υπάρχουν συγκεκριμένες γειτονιές που είναι υπερκορεσμένες». Γι’ αυτόν τον λόγο, «πρέπει να υιοθετήσουμε πολιτικές, προκειμένου να μη γίνουμε Βαρκελώνη». Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δήμου, ο πιο πιεσμένος μήνας είναι ο Σεπτέμβριος, καθώς τότε συμπίπτουν οι υψηλές πληρότητες σε ξενοδοχεία και καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης με την επιστροφή των κατοίκων από τις διακοπές.

Οπως αναφέρει ο Δούκας, «στο εμπορικό κέντρο παρατηρείται αύξηση του όγκου απορριμμάτων, της συνολικής κατανάλωσης νερού και ενέργειας, αλλά και υψηλές τιμές ενοικίου». Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, έχει ήδη συσταθεί ειδική ομάδα από την οποία, εκτός των άλλων, «θα ενταθούν οι έλεγχοι σχετικά με την τήρηση των χρήσεων γης και ειδικότερα των ταρατσών και των ορίων της ηχορύπανσης». Ταυτόχρονα, ο Δήμος παρακολουθεί στενά τη λειτουργία της βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Αναζήτηση της ισορροπίας
«Η ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του βιώσιμου τουρισμού και των βιώσιμων επενδύσεων», υπογραμμίζει ο ίδιος. Ετσι, ο Δήμος έχει προχωρήσει στη σύσταση του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού, το οποίο «μας βοηθά να συλλέγουμε δεδομένα σε πραγματικό χρόνο, να αναλύουμε κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις και να διαμορφώνουμε στρατηγικές πρόβλεψης και διαχείρισης». Στο άμεσο μέλλον δε, «σχεδιάζεται μια καμπάνια ευαισθητοποίησης των επισκεπτών της Αθήνας.

tanea

Related posts

Ζωή – πατίνι στην Αθήνα

Η Μαγική Συνταγή Φιλίας

Κάλεσμα του Δήμου σε εθελοντικό καθαρισμό στο Δάσος Φασίδερη